- συναυλία
- Η δημόσια εκτέλεση μουσικών έργων. Παλιότερα οι μουσικές συγκεντρώσεις γίνονταν μόνο σε ναούς, στους οποίους οι πιστοί παρακολουθούσαν δωρεάν τη σ. Σ. οργάνωναν και οι βασιλιάδες και πρίγκιπες στα ανάκτορά τους, τις οποίες παρακολουθούσαν μόνο οι ευγενείς. Στην Αναγέννηση όμως δημιουργήθηκαν οι λεγόμενες Ακαδημίες, ιδιωτικές λέσχες των οποίων τα μέλη παρακολουθούσαν σ. στα εντευκτήρια τους. Οι πρώτες δημόσιες σ. με εισιτήριο οργανώθηκαν στο Λονδίνο στα τέλη του 17ου αι. ενώ το 1725, στο Παρίσι, οργανώθηκαν με είσοδο θρησκευτικές σ. Στη Γερμανία, Ελβετία και Σουηδία, οι πρώτες σ. οργανώθηκαν από Λέσχες γνωστές ως collegia musica. Σ., με τη σημερινή αντίληψη, οργανώθηκαν για πρώτη φορά στο τέλος του 18ου αι. Οι σ. αυτές χωρίζονται σε συμφωνικές (σ. ορχήστρας), θρησκευτικές (σ. σε ναούς), μουσικής δωματίου, στρατιωτικές και λαϊκές. Οι τελευταίες αυτές παρουσιάζουν μουσικά έργα με ευληπτότερο περιεχόμενο για το μεγάλο κοινό.
Στην Ελλάδα, το 1922, ιδρύθηκε σωματείο με το όνομα «Λαϊκαί Συναυλίαι», που διατηρήθηκε ως το 1924. Ιδρυτές του ήταν οι Σ. Φαραντάτου, Ν. Παπαγεωργίου, Γ. Σκλάβος, Γ. Παξινόπουλος, Ρ. Γαϊδεμβέργερ και I. Τζουμάνης. Στο σωματείο αυτό οφείλονται πολλά για την προώθηση των σ. στη χώρα. Οι σ. του γίνονταν κάθε Κυριακή και προσέλκυαν πολλούς φιλότεχνους. Το 1924 το σωματείο συγχωνεύτηκε με το Ωδείο Αθηνών.
Οι συναυλίες γίνονται συνήθως σε κλειστό χώρο, σε ειδικά διευθετημένες αίθουσες.
Στιγμιότυπο από συναυλία του Μπρους Σπρίνγκστιν (φωτ. ΑΠΕ).
* * *(I)η, ΝΜΑ, και αττ. τ. ξυναυλία Α [σύναυλος (Ι)]η συμφωνία πολλών και διαφόρων μουσικών οργάνωννεοελλ.1. εκτέλεση μουσικού έργου μπροστά σε κοινό, κοντσέρτο2. μτφ. πολιτική συμφωνία κομμάτων ή κρατώναρχ.1. μουσική εκτέλεση από αυλητές2. συμφωνία αυλών3. συμφωνία αυλού και λύρας ή άλλου οργάνου4. το να τραγουδάει κανείς με συνοδεία αυλού5. συμφωνία αυλού και ρυθμού6. μτφ. θρήνος από πολλά άτομα μαζί, κοινό πένθος («ἦ δύσορνις ἅδε ξυναυλία δορός», Αισχύλ.)7. (η αιτ. ως επίρρ.) συναυλίαναπό κοινού8. φρ. «συναυλίαν ᾄδειν» — το να εκτελεί κανείς τον ρυθμό ενός άσματος με τη συνοδεία αυλού Αθήν..————————(II)ἡ, ΜΑ [σύναυλος (II)]1. στενή σχέση μεταξύ δύο ή περισσότερων ανθρώπων2. (κυρίως) η συζυγική συμβίωση.
Dictionary of Greek. 2013.